δουλεύομαι

δουλεύομαι
δουλεύομαι, δουλεύτηκα, δουλεμένος βλ. πίν. 18
——————
Σημειώσεις:
δουλεύομαι : η λόγια μτχ. δεδουλευμένος χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηριστούν μισθοί κτλ. (δεδουλευμένα ημερομίσθια).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δουλεύομαι — δουλεύω to be a slave pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”